- βάφω
- και βάφτω (AM βάπτω)1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» — βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό)2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι», «ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ χαλκεύς πέλεκυν... εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ»)3. χρωματίζω, αλλάζω το χρώμα ή βυθίζοντας κάτι σε διαλυμένη χρωστική ουσία ή με επάλειψη («βάφω το αυτοκίνητο», «...τα μαλλιά μου» «...τα ρούχα»)νεοελλ.Ι. 1. φρ. «τα βάφω» ή «τα βάφω μαύρα»α) πενθώβ) ειρων. δεν ενδιαφέρομαι, αδιαφορώ τελείως για κάτι2. (-ομαι) καλλωπίζομαι, φτιασιδώνομαιαρχ.1. βυθίζω, μπήγω φονικό όργανο2. αντλώ νερό ή κρασί με ποτήρι3. βαφτίζω4. (για πλοίο) βουλιάζωΙΙ. (η μετοχή παρακμ.) βαμμένος, -η, -ονεοελλ.1. μοχθηρός, κακός2. φανατικός3. φρ. «την έχουμε βαμμένη» ή «τη βάψαμε» — είμαστε σε πολύ δύσκολη θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βάπτω ως αρχαίος ενεστώτας με επίθημα *-ye / yo- (*βαφ-yω) ταυτίζεται με το αρχ. νορβ. kvefja «βουτώ κάποιον, πνίγω» (< (αρχ, σουηδ.) Kvaf «βάθος», κατά μία δε άποψη ανάγεται στην ίδια ινδοευρ, ρίζα *gwmbh- με το βαθύς. Ο τ. βάφω, μεταπλασμένος τ. του βάπτω, από τον αόρ. έβαψα κατά το σχήμα: άλειψα-αλείφω, έγλυψα-γλύφω, έγραψα-γράφω. Το ρ. βάπτω απαντά στην Οδύσσεια και στην Ιωνική-Αττική με τη σημασία τού «βυθίζω (κυρίως για βαφή)» (σίδηρο ή ύφασμα), ενώ στους τραγικούς χαρακτηρίζει το ξίφος το βουτηγμένο στο αίμα. Τέλος δε, από τους κλασικούς ήδη χρόνους το βάπτω χρησιμοποιείται κυρίως με την τρέχουσα έννοια του «χρωματίζω».ΠΑΡ. βάμμα, βαφή, βάψη(-ις)αρχ.βάπτης, βαπτόςαρχ.-μσν.βαπτίζωνεοελλ.βαμμένος.ΣΥΝΘ. αναβάπτω, αποβάπτω, εμβάπτω, μεταβάπτωαρχ.επιβάπτω, καταβάπτω, παραβάπτω, προβάπτω, υποβάπτωνεοελλ.αιματοβάφω, ξαναβάφω, ξεβάφω, χρυσοβάφω, ψευτοβάφω].
Dictionary of Greek. 2013.